- ραδιοθεοδόλιχος
- Όργανο με το οποίο μετριέται το αζιμούθιο και το ύψος των μετεωρολογικών αεροστάτων, που είναι εφοδιασμένα με πομπό, για να κατορθωθεί ο προσδιορισμός της κατεύθυνσης και της έντασης των ανέμων της ανώτερης ατμόσφαιρας. Ο ρ. είναι εφοδιασμένος με παραβολική ή επίπεδη κεραία, που κατευθύνεται στον πομπό αυτόματα ή ύστερα από ειδικό χειρισμό. Συνδυάζεται συνήθως με δέκτη ραδιοβολίδας, με το ύψος της οποίας μετριέται η θερμοκρασία και η υγρασία.
* * *ο, Ν(μετεωρ.) όργανο με το οποίο μετρείται η διεύθυνση και το ύψος τών μετεωρολογικών αεροστάτων, όταν αυτά είναι εφοδιασμένα με κατάλληλο πομπό.
Dictionary of Greek. 2013.